-
1 ἐπι-κτυπέω
ἐπι-κτυπέω (s. κτυπέω), dabei Lärm machen, τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν βάδιζε, mit den Füßen stampfend, Ar. Eccl. 483; σακέεσσιν ἐπέκτυπον Ap. Rh. 1, 1136 u. öfter; τῷ κυμβάλῳ, die Pauke schlagen, Luc. D. D. 12, 1; – πᾶς δ' ἐπεκτύπησ' Ὄλυμπος, erdröhnte, Ar. Av. 780; von Chören, entgegenschallen, Pol. 30, 13, 9.
-
2 ἐπικτυπέω
Aἐπέκτῠπον A.R.1.1136
:— make a noise upon, τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν stamp on the ground with the feet, Ar.Ec. 483; σάκεα ξιφέεσσιν ἐ. clashed on their shields with.., A.R. l.c.; σακέεσσιν ἐ. Id.2.1081; strike,ἄντυγα Χηλαῖς Nonn.D.38.397
: abs., re-echo, respond,πᾶς δ' ἐπεκτύπησ' Ὄλυμπος Ar.Av. 780
; of a chorus, Plb.30.22.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικτυπέω
См. также в других словарях:
επικτυπώ — ἐπικτυπῶ, έω (AM) προκαλώ θόρυβο χτυπώντας επάνω σε κάτι (α. «τοῑν ποδοῑν ἐπικτυπῶν βάδιζε», Αριστοφ. β. σάκεα ξιφέεσσιν ἐπέκτυπον, Απολλ. Ρόδ.) μσν. καταφέρω χτυπήματα αρχ. αντηχώ («πᾱς δ’ ἐπεκτύπησ’ Ὄλυμπος») … Dictionary of Greek